καρκινευτής

καρκινευτής
καρκῐν-ευτής, οῦ, ,
A crab-catcher, Artem.2.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρκινευτής — καρκινευτής, ὁ (Α) ο κυνηγός καρκίνων, καβουριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος κατά τα μεταρρηματικά θηρευ τής, ορνιθευ τής)] …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”